κακκαλία: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(18)
(1b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=κακ(κ)[[αλία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] στρύχνο το υπνωτικό<br /><b>2.</b> το ποώδες [[φυτό]] [[μερκουριαλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. [[σχέση]] με την αιγυπτιακής προελεύσεως [[ονομασία]] [[φυτών]] <i>ακακαλίς</i>].
|mltxt=κακ(κ)[[αλία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] στρύχνο το υπνωτικό<br /><b>2.</b> το ποώδες [[φυτό]] [[μερκουριαλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. [[σχέση]] με την αιγυπτιακής προελεύσεως [[ονομασία]] [[φυτών]] <i>ακακαλίς</i>].
}}
{{etym
|etymtx=Meaning: name of everal plants (Dsc., Plin.); <b class="b3">κακαλίς νάρκισσος</b> H.<br />See also: s. [[ἀκακαλίς]].
}}
}}

Revision as of 02:03, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακκαλία Medium diacritics: κακκαλία Low diacritics: κακκαλία Capitals: ΚΑΚΚΑΛΙΑ
Transliteration A: kakkalía Transliteration B: kakkalia Transliteration C: kakkalia Beta Code: kakkali/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = στρύχνον ὑπνωτικόν, Dsc.4.72.    II Mercurialis tomentosa, ib.122, Plin.HN25.135; v. κακαλία.

Greek Monolingual

κακ(κ)αλία, ἡ (Α)
1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό
2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς].

Frisk Etymological English

Meaning: name of everal plants (Dsc., Plin.); κακαλίς νάρκισσος H.
See also: s. ἀκακαλίς.