κάπη: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(nl)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κάπη -ης, ἡ [~ κάπτω] voederbak.
|elnltext=κάπη -ης, ἡ [~ κάπτω] voederbak.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[κάπτω]].
}}
}}

Revision as of 02:17, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπη Medium diacritics: κάπη Low diacritics: κάπη Capitals: ΚΑΠΗ
Transliteration A: kápē Transliteration B: kapē Transliteration C: kapi Beta Code: ka/ph

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (κάπτω)

   A crib, manger, [ἵππους] κατέδησαν ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Il.8.434; ἐφ' ἱππείῃσι κάπῃσι Od.4.40; βουστάθμου κάπης S.Ichn.8; ἀντὶ κάπης Lyc.95: κάπηθεν as Adv., Suid.

German (Pape)

[Seite 1322] ἡ (vgl. κάπτω), die Krippe, Il. 8, 434 u. Od. 4, 40, im plur.; sp. D., wie Lycophr. 95.

Greek (Liddell-Scott)

κάπη: ᾰ, ἡ, (ἴδε κάπτω) θέσις διὰ τὴν τροφὴν τῶν ζῴων, φάτνη, ἵππους κατέδησαν ἐπ’ ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Ἰλ. Θ. 434· ἐφ’ ἱππείῃσι κάπῃσι Ὀδ. Δ. 40· ἀντὶ κάπης Λυκόφρ. 95· κάπηθεν, ὡς Ἐπίρρ., Σουΐδ.· καὶ ἐπίθετόν τι καπαῖος, ἀναφέρεται ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 3. 83, 13, πιθανῶς ἐκ τοῦ Ἀντιφάνους, καπαῖον Δία· ἤτοι φατναῖον, ἴδε Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμ. 3. 58.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
d’ord. au pl.
crèche, mangeoire.
Étymologie: DELG κάπτω.

English (Autenrieth)

pl. dat. κάπῃσι: crib, manger, Od. 4.40, Il. 8.434.

Greek Monolingual

κάπη, ἡ (Α)
η φάτνη («ἐφ' ἱππίῃσι κάπῃσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με το ρ. κάπτω και ανάγεται κι αυτή στην ΙΕ ρίζα kap «λαμβάνω, πιάνω»].

Greek Monotonic

κάπη: [ᾰ], Επικ. δοτ. πληθ. κάπῃσι· (βλ. κάπτωφάτνη για την τροφή των ζώων, παχνί, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

κάπη: (ᾰ) ἡ (только pl.) ясли (τοὺς ἵππους κατέδησαν ἐφ᾽ ἱππείῃσι κάπῃσιν Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάπη -ης, ἡ [~ κάπτω] voederbak.

Frisk Etymological English

See also: s. κάπτω.