ὀλοφλυκτίς: Difference between revisions
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(28) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀλοφλυκτίς]] και [[ὀλοφυκτίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[φλύκταινα]], [[φουσκάλα]] («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη [[ἑλκύδριον]] ὀλοφλυκτὶς καλεῑται», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[φλυκτίς]] «[[φουσκάλα]]». Ο τ. [[ὀλοφυκτίς]] με</i> ανομοιωτική σίγηση του -<i>λ</i>-]. | |mltxt=[[ὀλοφλυκτίς]] και [[ὀλοφυκτίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[φλύκταινα]], [[φουσκάλα]] («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη [[ἑλκύδριον]] ὀλοφλυκτὶς καλεῑται», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[φλυκτίς]] «[[φουσκάλα]]». Ο τ. [[ὀλοφυκτίς]] με</i> ανομοιωτική σίγηση του -<i>λ</i>-]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">bladder, pustule with blood and water</b> (Hp.)<br />Other forms: <b class="b3">-φυκτίς</b> H.; <b class="b3">ὀλοφυγδών</b> or <b class="b3">-φύγγων</b><br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: From <b class="b3">ὀλός</b> and <b class="b3">φλυκτίς</b> | |||
}} | }} |
Revision as of 05:15, 3 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A large pimple, Hp.Mul.2.206 ; pimple on the tongue, Myrtil.3.
German (Pape)
[Seite 327] ίδος, ἡ, = φλύκταινα, Blatter, Blase, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοφλυκτίς: -ίδος, ἡ, φλύκταινα, Ἱππ. 673. 37, «ὁλοφλυκτίδες, αἱ φλύκταιναι. οἱ δὲ περινυκτῖδες, οἱ δὲ δοθιῆνες, οἱ δὲ ἐξανθήματα ζῳϋφίοις ὅμοια» Ἐρωτιαν.· - φλύκταινα ἐπὶ τῆς γλώσσης, «τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῇ γλώττῃ ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῖται ἐν τοῖς Τιτανογίγασι τοῖς Μυρτίλου» Πολυδ. Β΄, 110 (διαφορ. γραφ. ὀλοφυκτίς).
Greek Monolingual
ὀλοφλυκτίς και ὀλοφυκτίς, -ίδος, ἡ (Α) φλύκταινα, φουσκάλα («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῑται», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλός (Ι) + φλυκτίς «φουσκάλα». Ο τ. ὀλοφυκτίς με ανομοιωτική σίγηση του -λ-].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: bladder, pustule with blood and water (Hp.)
Other forms: -φυκτίς H.; ὀλοφυγδών or -φύγγων
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ὀλός and φλυκτίς