πτῆμα: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(35)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήματος, τὸ, Μ<br />η [[πτήση]], το [[πέταγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πτη</i>- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πετᾱ</i>- του [[πέτομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τμή</i>-<i>μα</i>)].
|mltxt=-ήματος, τὸ, Μ<br />η [[πτήση]], το [[πέταγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πτη</i>- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πετᾱ</i>- του [[πέτομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τμή</i>-<i>μα</i>)].
}}
{{etym
|etymtx=[[πτηνός]], [[πτῆσις]] See also: s. [[πέτομαι]].
}}
}}

Revision as of 06:25, 3 January 2019

German (Pape)

[Seite 809] τό, der Flug, bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πτῆμα: τό, πτῆσις, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Μ
η πτήση, το πέταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτη- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ- του πέτομαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. τμή-μα)].

Frisk Etymological English

πτηνός, πτῆσις See also: s. πέτομαι.