διαγνώμη: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
(1b)
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαγνώμη:''' ἡ<b class="num">1)</b> рассмотрение, обсуждение (περί τινος Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> постановление, определение, решение (τῆς ἐκκλησίας Thuc.): διαγνώμην ποιήσασθαι Thuc. вынести решение.
|elrutext='''διαγνώμη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> рассмотрение, обсуждение (περί τινος Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> постановление, определение, решение (τῆς ἐκκλησίας Thuc.): διαγνώμην ποιήσασθαι Thuc. вынести решение.
}}
}}

Revision as of 19:54, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγνώμη Medium diacritics: διαγνώμη Low diacritics: διαγνώμη Capitals: ΔΙΑΓΝΩΜΗ
Transliteration A: diagnṓmē Transliteration B: diagnōmē Transliteration C: diagnomi Beta Code: diagnw/mh

English (LSJ)

ἡ,

   A decree, resolution, Th.1.87; διαγνώμας ποιεῖσθαι Id.3.67; δ. προθεῖναι περί τινος ib.42.

Greek (Liddell-Scott)

διαγνώμη: ἡ, =διάγνωσις, ἀπόφασις, ψήφισμα, Θουκ. 1. 87· δ. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 3. 67· περί τινος ὁ αὐτ. 3. 42.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 délibération;
2 décision.
Étymologie: διαγιγνώσκω.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 deliberación, debate προθέντας τὴν διαγνώμην αὖθις περὶ Μυτιληναίων Th.3.42.
2 decreto, resolución, sentencia, veredicto τῆς ἐκκλησίας Th.1.87, διαγνώμας ποιεῖσθαι emitir sentencias Th.3.67.
3 medic. diagnóstico αἱ δὲ ἄλλαι νοῦσοι οὐκ ἔχουσι διαγνώμην ... ἀποφαίνεσθαι Hp.Carn.19.

Greek Monolingual

διαγνώμη, η (Α)
απόφαση, ψήφισμα.

Greek Monotonic

διαγνώμη: ἡ (διαγιγνώσκω), ψήφισμα, απόφαση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαγνώμη:
1) рассмотрение, обсуждение (περί τινος Thuc.);
2) постановление, определение, решение (τῆς ἐκκλησίας Thuc.): διαγνώμην ποιήσασθαι Thuc. вынести решение.