θεόω: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(6_2)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς θεόν, θεοποιῶ, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Π. Ε. 230C. - Παθ., [[γίνομαι]] [[θεός]], γυῖα θεωθεὶς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 159˙ πληροῦμαι ὑπὸ τοῦ θεοῦ, Ἐκκλ. ΙΙ. = [[θειόω]] Ι. Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 4.
|lstext='''θεόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς θεόν, θεοποιῶ, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Π. Ε. 230C. - Παθ., [[γίνομαι]] [[θεός]], γυῖα θεωθεὶς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 159· πληροῦμαι ὑπὸ τοῦ θεοῦ, Ἐκκλ. ΙΙ. = [[θειόω]] Ι. Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 4.
}}
}}

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόω Medium diacritics: θεόω Low diacritics: θεόω Capitals: ΘΕΟΩ
Transliteration A: theóō Transliteration B: theoō Transliteration C: theoo Beta Code: qeo/w

English (LSJ)

   A make into God, deify, Oenom. ap. Eus.PE5.34:—Pass., ἔννοιαι θεωθεῖσαι Iamb.VP23.103.    2 become divine, γυῖα θεωθείς Call. Dian.159; καθ' ὅσον πάντα τεθέωται Procl.in Prm.p.490S., ct. Jul. Or.5.178b.    II = θειόω 1, Arar.12.

German (Pape)

[Seite 1199] zum Gott machen, vergöttern; Callim. Dian. 159; Iambl. u. a. Sp. – Nach B. A. 99 bei Araros auch = θειόω, schwefeln.

Greek (Liddell-Scott)

θεόω: μεταβάλλω εἰς θεόν, θεοποιῶ, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Π. Ε. 230C. - Παθ., γίνομαι θεός, γυῖα θεωθεὶς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 159· πληροῦμαι ὑπὸ τοῦ θεοῦ, Ἐκκλ. ΙΙ. = θειόω Ι. Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 4.