κατάχυσις: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(nl) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάχῠσις''': -εως, ἡ, τὸ καταχεῖν, τὸ νὰ χύνῃ τις [[ἄνωθεν]], ψυχροῦ πολλοῦ Ἱππ. Ἀφ. | |lstext='''κατάχῠσις''': -εως, ἡ, τὸ καταχεῖν, τὸ νὰ χύνῃ τις [[ἄνωθεν]], ψυχροῦ πολλοῦ Ἱππ. Ἀφ. 1253· καταρράντισις, [[ῥαντισμός]], ὁ αὐτ. ἐν Ἄρθρ. 769. ΙΙ. [[ἀγγεῖον]] πρὸς χύσιν· [[διότι]] ὁ Ἡσύχ. «προχοΐδια» ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «καταχύσεις» καὶ «προχόῳ» τῇ «καταχύσει»·- «πρόχους Ἀττικοί, [[κατάχυσις]] Ἕλληνες» Μοῖρις σ. 296. ΙΙ. = ἀήρ, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατάχυσις -εως, ἡ [καταχέω] begieting. | |elnltext=κατάχυσις -εως, ἡ [καταχέω] begieting. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A pouring on or over, πολλοῦ ψυχροῦ Hp.Aph.5.21; affusion, besprinkling, Id.Art.27; ἡ τοῦ θερμοῦ κ. Gp.13.14.11. II vase for pouring, later Gr. for Att. πρόχους, Moer.p.296 P., cf. Hsch. s.v. προχοΐδια. III mistransl. of Hebr. mû[snull ]aq 'straitness', as if mû[snull ]aq 'smelting', LXXJb.36.16. IV = ἀήρ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1392] ἡ, das Darauf-, Darübergießen, der Aufguß, Medic. – Nach Moeris hellenistisch für das att. πρόχους.
Greek (Liddell-Scott)
κατάχῠσις: -εως, ἡ, τὸ καταχεῖν, τὸ νὰ χύνῃ τις ἄνωθεν, ψυχροῦ πολλοῦ Ἱππ. Ἀφ. 1253· καταρράντισις, ῥαντισμός, ὁ αὐτ. ἐν Ἄρθρ. 769. ΙΙ. ἀγγεῖον πρὸς χύσιν· διότι ὁ Ἡσύχ. «προχοΐδια» ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «καταχύσεις» καὶ «προχόῳ» τῇ «καταχύσει»·- «πρόχους Ἀττικοί, κατάχυσις Ἕλληνες» Μοῖρις σ. 296. ΙΙ. = ἀήρ, Ἡσύχ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάχυσις -εως, ἡ [καταχέω] begieting.