κεντροβαρής: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(20)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεντροβᾰρής''': -ές, ([[κέντρον]] 6) βαρύνων πρὸς τὸ [[κέντρον]]· τὰ κεντροβαρικὰ, [[πραγματεία]] τοῦ Ἀρχιμήδους περὶ τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος˙ ἡ κεντροβαρική, ἡ [[θεωρία]] τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 168.
|lstext='''κεντροβᾰρής''': -ές, ([[κέντρον]] 6) βαρύνων πρὸς τὸ [[κέντρον]]· τὰ κεντροβαρικὰ, [[πραγματεία]] τοῦ Ἀρχιμήδους περὶ τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος· ἡ κεντροβαρική, ἡ [[θεωρία]] τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 168.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Μ [[κεντροβαρής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[διεύθυνση]] [[προς]] το [[κέντρο]] βάρους ενός σώματος («[[κεντροβαρής]] [[άξονας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που το [[κέντρο]] βάρους του βρίσκεται στη [[μέση]] («κεντροβαρές [[σώμα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρη</i>-<i>βαρής</i>, <i>οινο</i>-<i>βαρής</i>].
|mltxt=-ές (Μ [[κεντροβαρής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[διεύθυνση]] [[προς]] το [[κέντρο]] βάρους ενός σώματος («[[κεντροβαρής]] [[άξονας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που το [[κέντρο]] βάρους του βρίσκεται στη [[μέση]] («κεντροβαρές [[σώμα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρη</i>-<i>βαρής</i>, <i>οινο</i>-<i>βαρής</i>].
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

German (Pape)

[Seite 1418] ές, nach dem Mittelpunkt durch seine Schwere strebend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεντροβᾰρής: -ές, (κέντρον 6) βαρύνων πρὸς τὸ κέντρον· τὰ κεντροβαρικὰ, πραγματεία τοῦ Ἀρχιμήδους περὶ τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος· ἡ κεντροβαρική, ἡ θεωρία τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 168.

Greek Monolingual

-ές (Μ κεντροβαρής, -ές)
αυτός που έχει διεύθυνση προς το κέντρο βάρους ενός σώματος («κεντροβαρής άξονας»)
νεοελλ.
αυτός που το κέντρο βάρους του βρίσκεται στη μέση («κεντροβαρές σώμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρο + -βαρής (< βάρος), πρβλ. καρη-βαρής, οινο-βαρής].