λαλαγέω: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
(3)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰλᾰγέω''': φλυαρῶ, Πινδ. Ο. 2. 176˙ μὴ λαλάγει τὰ τοιαῦτα [[αὐτόθι]] 9. 60˙ ἐπὶ πτηνῶν καὶ τεττίγων, [[τερετίζω]], πιππύζω, [[κτίζω]], Θεόκρ. 5. 48., 7. 139˙ ἀστείως, ἐπὶ ἐπιστολῆς τερετιζούσης περὶ τοῦ ἔαρος, παρὰ τῷ Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 18, 3., 10. 2, ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Ἀνθ. Π. 6. 54, πρβλ. [[λαλέω]].
|lstext='''λᾰλᾰγέω''': φλυαρῶ, Πινδ. Ο. 2. 176· μὴ λαλάγει τὰ τοιαῦτα [[αὐτόθι]] 9. 60· ἐπὶ πτηνῶν καὶ τεττίγων, [[τερετίζω]], πιππύζω, [[κτίζω]], Θεόκρ. 5. 48., 7. 139· ἀστείως, ἐπὶ ἐπιστολῆς τερετιζούσης περὶ τοῦ ἔαρος, παρὰ τῷ Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 18, 3., 10. 2, ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Ἀνθ. Π. 6. 54, πρβλ. [[λαλέω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰλᾰγέω Medium diacritics: λαλαγέω Low diacritics: λαλαγέω Capitals: ΛΑΛΑΓΕΩ
Transliteration A: lalagéō Transliteration B: lalageō Transliteration C: lalageo Beta Code: lalage/w

English (LSJ)

   A babble, Pi.O.2.97; μὴ λαλάγει τὰ τοιαῦτ' ib.9.40; of birds and grasshoppers, chirrup, chirp, Theoc.5.48, 7.139; humorously, of the swallow which announces spring, Cic.Att.9.18.3 (dub. l.), 10.2.1, alluding to AP10.1 (Leon.); of Echo, ib.6.54.9 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 9] schwatzen, plaudern, μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτα, Pind. Ol. 9, 43; von Vögeln, ταὶ δ' ἐπὶ δένδρῳ ὄρνιχες λαλαγεῦντι, Theocr. 5, 48 (Schol. λιγυρὸν ᾄδουσι), wie ἀηδόνες λαλαγεῦσι, Marian. 2 (IX, 668); χελιδών, Leon. Tar. 57 (X, 1); vom Wiederhall, Paul. Sil. 48 (VI, 54), u. öfter in der Anth.; auch τέττιγες, Theocr. 7, 139. Vgl. λαλάζω.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰλᾰγέω: φλυαρῶ, Πινδ. Ο. 2. 176· μὴ λαλάγει τὰ τοιαῦτα αὐτόθι 9. 60· ἐπὶ πτηνῶν καὶ τεττίγων, τερετίζω, πιππύζω, κτίζω, Θεόκρ. 5. 48., 7. 139· ἀστείως, ἐπὶ ἐπιστολῆς τερετιζούσης περὶ τοῦ ἔαρος, παρὰ τῷ Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 18, 3., 10. 2, 1· ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Ἀνθ. Π. 6. 54, 9· πρβλ. λαλέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
gazouiller, murmurer.
Étymologie: λαλαγή.

English (Slater)

λᾰλᾰγέω
   1 prattle κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων (O. 2.97) μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτ (O. 9.40)

Greek Monotonic

λᾰλᾰγέω: μέλ. -ήσω, (λαλέω), φλυαρώ, σε Πίνδ.· λέγεται για πουλιά και ακρίδες, τερετίζω, τιτιβίζω, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λᾰλᾰγέω: (только praes. и inf. aor. λαλαγῆσαι; 3 л. pl. praes. ион. λαλαγεῦσι - дор. λαλαγεῦντι)
1) щебетать, чирикать (ὄρνιθες λαλαγεῦντι Theocr.);
2) стрекотать (τέττιγες λαλαγεῦντες Theocr.);
3) болтать, лепетать (τὰ τοιαῦτα Pind.).