Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μύρτινος: Difference between revisions

From LSJ
(26)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μύρτῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ μύρτου κατεσκευασμένος, [[στέφανος]] Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» πρβλ. [[μύρσινος]].
|lstext='''μύρτῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ μύρτου κατεσκευασμένος, [[στέφανος]] Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» πρβλ. [[μύρσινος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μύρτινος]], -η, -ον) [[μύρτος]]<br />αυτός που [[είναι]] φτειαγμένος από [[μυρτιά]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μύρτινος]], -η, -ον) [[μύρτος]]<br />αυτός που [[είναι]] φτειαγμένος από [[μυρτιά]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρτῐνος Medium diacritics: μύρτινος Low diacritics: μύρτινος Capitals: ΜΥΡΤΙΝΟΣ
Transliteration A: mýrtinos Transliteration B: myrtinos Transliteration C: myrtinos Beta Code: mu/rtinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of myrtle, στέφανος Eub.99; [μύρον] Thphr.Od. 28.

German (Pape)

[Seite 222] = μύρσινος, στέφανος, Euhul. Ath. XV, 679 e.

Greek (Liddell-Scott)

μύρτῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μύρτου κατεσκευασμένος, στέφανος Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 4· πρβλ. μύρσινος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μύρτινος, -η, -ον) μύρτος
αυτός που είναι φτειαγμένος από μυρτιά.