αλία: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(2)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἁλία]], η (Α)<br /><b>1.</b> λαϊκή [[συνάθροιση]], [[συνέλευση]]<br /><b>2.</b> στις δωρικές πόλεις σήμαινε τη [[συνέλευση]] του λαού, που αντιστοιχούσε με την αττική [[ἐκκλησία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁλής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b>. <i>ἁλιαῖος</i>, [[ἁλιαία]], και αττ. τ. [[ἡλιαία]], [[ἁλιαστάς]]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἁλία]] και ἅλια, η (Α) [[ἅλς]]<br />[[σκεύος]] [[μέσα]] στο οποίο έτριβαν ή φύλαγαν το [[αλάτι]], [[γουδί]], [[αλατοθήκη]].———————— <b>(III)</b><br />[[ἁλία]], η (Α)<br />η [[αλιεία]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἁλία]], η (Α)<br /><b>1.</b> λαϊκή [[συνάθροιση]], [[συνέλευση]]<br /><b>2.</b> στις δωρικές πόλεις σήμαινε τη [[συνέλευση]] του λαού, που αντιστοιχούσε με την αττική [[ἐκκλησία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁλής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b>. <i>ἁλιαῖος</i>, [[ἁλιαία]], και αττ. τ. [[ἡλιαία]], [[ἁλιαστάς]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἁλία]] και ἅλια, η (Α) [[ἅλς]]<br />[[σκεύος]] [[μέσα]] στο οποίο έτριβαν ή φύλαγαν το [[αλάτι]], [[γουδί]], [[αλατοθήκη]].<br /><b>(III)</b><br />[[ἁλία]], η (Α)<br />η [[αλιεία]].
}}
}}

Revision as of 12:10, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἁλία, η (Α)
1. λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση
2. στις δωρικές πόλεις σήμαινε τη συνέλευση του λαού, που αντιστοιχούσε με την αττική ἐκκλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλής.
ΠΑΡ. αρχ.. ἁλιαῖος, ἁλιαία, και αττ. τ. ἡλιαία, ἁλιαστάς].
(II)
ἁλία και ἅλια, η (Α) ἅλς
σκεύος μέσα στο οποίο έτριβαν ή φύλαγαν το αλάτι, γουδί, αλατοθήκη.
(III)
ἁλία, η (Α)
η αλιεία.