αβάρετος: Difference between revisions
From LSJ
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
(1) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> ο [[πάντοτε]] [[πρόθυμος]] για [[εργασία]], [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν γίνεται [[ενοχλητικός]], [[βάρος]] στον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερητ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[βαρετός]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> ο [[πάντοτε]] [[πρόθυμος]] για [[εργασία]], [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν γίνεται [[ενοχλητικός]], [[βάρος]] στον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερητ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[βαρετός]]].<br /><b>(II)</b><br />και -ητος, -η, -ο<br /><b>1.</b> [[αχτύπητος]], [[άδαρτος]]<br /><b>2.</b> [[αλάβωτος]], [[ατραυμάτιστος]]<br /><b>3.</b> «[[γάλα]] αβάρετο» — το [[γάλα]] που δεν χτυπήθηκε με ειδικό ξύλινο όργανο για να αποχωριστεί το βούτυρό του<br /><b>4.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που δεν χτύπησε, δεν ήχησε, δεν εκπυρσοκρότησε<br /><b>5.</b> (για τον ήλιο) αυτός που δεν ανέτειλε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερητ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[βαρώ]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
1. ο πάντοτε πρόθυμος για εργασία, ακούραστος, ακαταπόνητος
2. αυτός που δεν γίνεται ενοχλητικός, βάρος στον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + βαρετός].
(II)
και -ητος, -η, -ο
1. αχτύπητος, άδαρτος
2. αλάβωτος, ατραυμάτιστος
3. «γάλα αβάρετο» — το γάλα που δεν χτυπήθηκε με ειδικό ξύλινο όργανο για να αποχωριστεί το βούτυρό του
4. ενεργ. αυτός που δεν χτύπησε, δεν ήχησε, δεν εκπυρσοκρότησε
5. (για τον ήλιο) αυτός που δεν ανέτειλε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + βαρώ].