αράζω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(6)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[αράσσω]]<br /><b>1.</b> [[προσορμίζω]] [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> προσορμίζομαι, [[προσεγγίζω]]<br />[[αγκυροβολώ]]<br /><b>3.</b> [[καταλήγω]] [[κάπου]] [[μετά]] από [[περιπλάνηση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «την άραξα» — κάθισα αναπαυτικά, βολεύτηκα.———————— <b>(II)</b><br />[[ἀράζω]] κ. [[ἀρράζω]] (Α)<br />(για [[σκύλο]]) γαυγίζω, [[γρυλλίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ. με την οποία αποδόθηκε το γαύγισμα του σκύλου (<b>βλ.</b> και [[αρρηνής]]). Παρά τις διαφορετικές της χρήσεις η λ. συνδέεται με τα [[άραβος]] και [[άραδος]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[αράσσω]]<br /><b>1.</b> [[προσορμίζω]] [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> προσορμίζομαι, [[προσεγγίζω]]<br />[[αγκυροβολώ]]<br /><b>3.</b> [[καταλήγω]] [[κάπου]] [[μετά]] από [[περιπλάνηση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «την άραξα» — κάθισα αναπαυτικά, βολεύτηκα.<br /><b>(II)</b><br />[[ἀράζω]] κ. [[ἀρράζω]] (Α)<br />(για [[σκύλο]]) γαυγίζω, [[γρυλλίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ. με την οποία αποδόθηκε το γαύγισμα του σκύλου (<b>βλ.</b> και [[αρρηνής]]). Παρά τις διαφορετικές της χρήσεις η λ. συνδέεται με τα [[άραβος]] και [[άραδος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:32, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
αράσσω
1. προσορμίζω πλοίο
2. προσορμίζομαι, προσεγγίζω
αγκυροβολώ
3. καταλήγω κάπου μετά από περιπλάνηση
4. φρ. «την άραξα» — κάθισα αναπαυτικά, βολεύτηκα.
(II)
ἀράζω κ. ἀρράζω (Α)
(για σκύλο) γαυγίζω, γρυλλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. με την οποία αποδόθηκε το γαύγισμα του σκύλου (βλ. και αρρηνής). Παρά τις διαφορετικές της χρήσεις η λ. συνδέεται με τα άραβος και άραδος].