άραβος

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source

Greek Monolingual

ἄραβος, ο (Α)
1. το τρίξιμο των δοντιών
2. κρότος, χτύπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. άραδος) με επίθημα -βος, η οποία ανήκει στη σημασιολογική ομάδα των λέξεων που δηλώνουν θόρυβο. Πρόκειται για εκφραστικές λέξεις, των οποίων η ετυμολογία δεν είναι σαφής. Το -β- του επιθήματος προέρχεται από ΙΕ χειλικό b ή χειλοϋπερωικό gw και έχει εκφραστική κυρίως αξία (πρβλ. βόμβος, θόρυβος κ.ά.)].