έπαινος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(12)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ἔπαινος]])<br />η [[ενέργεια]] του [[επαινώ]], [[επιδοκιμασία]], [[επαινετικός]] [[λόγος]], [[εγκώμιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημόσια]] [[αναγνώριση]] και [[διακήρυξη]] τών αρετών κάποιου, [[ηθική]] [[ανταμοιβή]] («ἐπαινος ανδρείας»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τον θεό) [[δόξα]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσφώνηση]]) [[μακάριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμβουλή]], [[παραίνεση]]<br /><b>2.</b> [[συναίνεση]], αμοιβαία [[συμφωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αίνος]] «[[λόγος]], [[έπαινος]]»].———————— <b>(II)</b><br />[[ἔπαινος]], το και σπαν. έπαινον, το (Μ)<br /><b>1.</b> [[έπαινος]]<br /><b>2.</b> [[επαινετικός]] [[λόγος]], [[εγκώμιο]]<br /><b>3.</b> (για τον Χριστό ή τους αγίους) α) [[δόξα]]<br />β) [[μεγαλείο]]<br /><b>4.</b> [[φήμη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «εἰς τὸ ἔπαινός μου» — [[είμαι]] [[ευτυχής]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[ἔπαινος]])<br />η [[ενέργεια]] του [[επαινώ]], [[επιδοκιμασία]], [[επαινετικός]] [[λόγος]], [[εγκώμιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημόσια]] [[αναγνώριση]] και [[διακήρυξη]] τών αρετών κάποιου, [[ηθική]] [[ανταμοιβή]] («ἐπαινος ανδρείας»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τον θεό) [[δόξα]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσφώνηση]]) [[μακάριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμβουλή]], [[παραίνεση]]<br /><b>2.</b> [[συναίνεση]], αμοιβαία [[συμφωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αίνος]] «[[λόγος]], [[έπαινος]]»].<br /><b>(II)</b><br />[[ἔπαινος]], το και σπαν. έπαινον, το (Μ)<br /><b>1.</b> [[έπαινος]]<br /><b>2.</b> [[επαινετικός]] [[λόγος]], [[εγκώμιο]]<br /><b>3.</b> (για τον Χριστό ή τους αγίους) α) [[δόξα]]<br />β) [[μεγαλείο]]<br /><b>4.</b> [[φήμη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «εἰς τὸ ἔπαινός μου» — [[είμαι]] [[ευτυχής]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ο (AM ἔπαινος)
η ενέργεια του επαινώ, επιδοκιμασία, επαινετικός λόγος, εγκώμιο
νεοελλ.
δημόσια αναγνώριση και διακήρυξη τών αρετών κάποιου, ηθική ανταμοιβή («ἐπαινος ανδρείας»)
μσν.
1. (για τον θεό) δόξα
2. (ως προσφώνηση) μακάριος
αρχ.
1. συμβουλή, παραίνεση
2. συναίνεση, αμοιβαία συμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αίνος «λόγος, έπαινος»].
(II)
ἔπαινος, το και σπαν. έπαινον, το (Μ)
1. έπαινος
2. επαινετικός λόγος, εγκώμιο
3. (για τον Χριστό ή τους αγίους) α) δόξα
β) μεγαλείο
4. φήμη
5. φρ. «εἰς τὸ ἔπαινός μου» — είμαι ευτυχής.