βεντέτα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(7)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br />[[έθιμο]] αντεκδίκησης [[μεταξύ]] δύο οικογενειών, το οποίο καταλήγει [[συνήθως]] σε αλληλοδιάδοχους φόνους μελών της μιας και της άλλης πλευράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>vendetta</i> «[[εκδίκηση]]»].———————— <b>(II)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[δημοφιλής]] [[καλλιτέχνης]] με εκκεντρικές, υπεροπτικές τάσεις<br /><b>2.</b> [[εκκεντρικός]] στον χώρο της επιστήμης, της πολιτικής κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>vedetta</i>, με την [[ίδια]] [[σημασία]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br />[[έθιμο]] αντεκδίκησης [[μεταξύ]] δύο οικογενειών, το οποίο καταλήγει [[συνήθως]] σε αλληλοδιάδοχους φόνους μελών της μιας και της άλλης πλευράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>vendetta</i> «[[εκδίκηση]]»].<br /><b>(II)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[δημοφιλής]] [[καλλιτέχνης]] με εκκεντρικές, υπεροπτικές τάσεις<br /><b>2.</b> [[εκκεντρικός]] στον χώρο της επιστήμης, της πολιτικής κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>vedetta</i>, με την [[ίδια]] [[σημασία]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η
έθιμο αντεκδίκησης μεταξύ δύο οικογενειών, το οποίο καταλήγει συνήθως σε αλληλοδιάδοχους φόνους μελών της μιας και της άλλης πλευράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vendetta «εκδίκηση»].
(II)
η
1. δημοφιλής καλλιτέχνης με εκκεντρικές, υπεροπτικές τάσεις
2. εκκεντρικός στον χώρο της επιστήμης, της πολιτικής κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vedetta, με την ίδια σημασία].