βιόλα: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
(7)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Μ [[βιόλα]])<br /><b>1.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που περιλαμβάνει τις βιολέτες και τους πανσέδες<br /><b>2.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] διαφόρων καλλωπιστικών [[φυτών]]: α) η απλή ή [[διπλή]] [[βιολέτα]]<br />β) το ίον, το [[γιούλι]], ο [[μενεξές]]<br />γ) η [[γαριφαλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>viola</i> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b><br /><i>viola</i>].———————— <b>(II)</b><br />η<br /><b>1.</b> έγχορδο της οικογένειας των βιολιών, το οποίο [[είναι]] μεγαλύτερο από το [[βιολί]] [[κατά]] το ένα έβδομο του μεγέθους του και κουρδίζεται μία πέμπτη χαμηλότερα<br /><b>2.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] για όλα τα έγχορδα με [[δοξάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>viola</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Μ [[βιόλα]])<br /><b>1.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που περιλαμβάνει τις βιολέτες και τους πανσέδες<br /><b>2.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] διαφόρων καλλωπιστικών [[φυτών]]: α) η απλή ή [[διπλή]] [[βιολέτα]]<br />β) το ίον, το [[γιούλι]], ο [[μενεξές]]<br />γ) η [[γαριφαλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>viola</i> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b><br /><i>viola</i>].<br /><b>(II)</b><br />η<br /><b>1.</b> έγχορδο της οικογένειας των βιολιών, το οποίο [[είναι]] μεγαλύτερο από το [[βιολί]] [[κατά]] το ένα έβδομο του μεγέθους του και κουρδίζεται μία πέμπτη χαμηλότερα<br /><b>2.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] για όλα τα έγχορδα με [[δοξάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>viola</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:43, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η (Μ βιόλα)
1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει τις βιολέτες και τους πανσέδες
2. κοινή ονομασία διαφόρων καλλωπιστικών φυτών: α) η απλή ή διπλή βιολέτα
β) το ίον, το γιούλι, ο μενεξές
γ) η γαριφαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. viola < λατ.
viola].
(II)
η
1. έγχορδο της οικογένειας των βιολιών, το οποίο είναι μεγαλύτερο από το βιολί κατά το ένα έβδομο του μεγέθους του και κουρδίζεται μία πέμπτη χαμηλότερα
2. παλαιότερη ονομασία για όλα τα έγχορδα με δοξάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. viola].