εὔοπλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(2b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔοπλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος [[λόχος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη [[φύση]] με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει ισχυρό [[αιδοίο]] («[[εὔοπλος]] γὰρ εἶ», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όπλον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>οπλος</i>, <i>έν</i>-<i>οπλος</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[εὔοπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλές και ισχυρές οπλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οπλή]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὔοπλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος [[λόχος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη [[φύση]] με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει ισχυρό [[αιδοίο]] («[[εὔοπλος]] γὰρ εἶ», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όπλον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>οπλος</i>, <i>έν</i>-<i>οπλος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[εὔοπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλές και ισχυρές οπλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οπλή]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:55, 8 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔοπλος Medium diacritics: εὔοπλος Low diacritics: εύοπλος Capitals: ΕΥΟΠΛΟΣ
Transliteration A: eúoplos Transliteration B: euoplos Transliteration C: eyoplos Beta Code: eu)/oplos

English (LSJ)

ον, (ὅπλον)

   A well-armed, well-equipped, Ar.Ach.592; λόχος, πόλις, X. HG4.2.5 (Sup.), Hier.11.3; τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα -ότερα Arist.HA538b4.    II (ὁπλή) with good hoofs, Poll.1.194.

German (Pape)

[Seite 1085] 1) mit guten Hufen, Poll. 1, 194. – 2) mit guten Waffen, gutbewaffnet; im obscönen Sinne Ar. Ach. 592; λόχος Xen. Hell. 4, 2, 5; πόλις Hier. 11, 3; εὐοπλότερα καὶ ἰσχυρότερα ζῷα Arist. H. A. 4, 11; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔοπλος: -ον, καλῶς ὡπλισμένος, καλῶς παρεσκευασμένος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 592· λόχος, πόλις Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 5, Ἱέρ. 11, 3· τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 11. ΙΙ. (ὁπλὴ) ἔχων καλὰς ὁπλάς. Πολυδ. Α΄, 194.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien armé;
Cp. εὐοπλότερος, Sp. εὐοπλότατος.
Étymologie: εὖ, ὅπλον.

Greek Monolingual

(I)
εὔοπλος, -ον (Α)
1. ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος λόχος», Ξεν.)
2. (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη φύση με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», Αριστοτ.)
3. (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει ισχυρό αιδοίοεὔοπλος γὰρ εἶ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οπλος (< όπλον), πρβλ. ά-οπλος, έν-οπλος].
(II)
εὔοπλος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλές και ισχυρές οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οπλή].

Greek Monotonic

εὔοπλος: -ον (ὅπλον), πάνοπλος, καλά εξοπλισμένος, σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὔοπλος: хорошо вооруженный, оснащенный боевыми средствами (λόχος, πόλις Xen.) или средствами нападения или защиты (εὐοπλότερα τὰ ἄρρενα τῶν θηλέων Arst.).