γύρα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
(8)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /><b>επίρρ.</b><br />[[γύρω]].———————— <b>(II)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[περιφορά]], [[κύκλος]]<br /><b>2.</b> [[σειρά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βγαίνω]] στη [[γύρα]]» — [[ζητιανεύω]] ή [[επιδιώκω]] [[κάτι]] συστηματικά και ενοχλητικά<br />θ) «[[βγαίνω]] στη [[γύρα]] ή [[είμαι]] της γύρας» — [[είμαι]] [[πόρνη]]<br />γ) «[[έμπορος]] ή [[εμπόριο]] της γύρας» — [[πλανόδιος]] [[έμπορος]] ή [[εμπόριο]] του ποδαριού<br />δ) «τά [[φέρνω]] [[γύρα]]» — τά [[καταφέρνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυρίζω]], ως [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br /><b>επίρρ.</b><br />[[γύρω]].<br /><b>(II)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[περιφορά]], [[κύκλος]]<br /><b>2.</b> [[σειρά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βγαίνω]] στη [[γύρα]]» — [[ζητιανεύω]] ή [[επιδιώκω]] [[κάτι]] συστηματικά και ενοχλητικά<br />θ) «[[βγαίνω]] στη [[γύρα]] ή [[είμαι]] της γύρας» — [[είμαι]] [[πόρνη]]<br />γ) «[[έμπορος]] ή [[εμπόριο]] της γύρας» — [[πλανόδιος]] [[έμπορος]] ή [[εμπόριο]] του ποδαριού<br />δ) «τά [[φέρνω]] [[γύρα]]» — τά [[καταφέρνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυρίζω]], ως [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
επίρρ.
γύρω.
(II)
η
1. περιφορά, κύκλος
2. σειρά
3. φρ. α) «βγαίνω στη γύρα» — ζητιανεύω ή επιδιώκω κάτι συστηματικά και ενοχλητικά
θ) «βγαίνω στη γύρα ή είμαι της γύρας» — είμαι πόρνη
γ) «έμπορος ή εμπόριο της γύρας» — πλανόδιος έμπορος ή εμπόριο του ποδαριού
δ) «τά φέρνω γύρα» — τά καταφέρνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυρίζω, ως υποχωρητικός σχηματισμός].