κλήζω: Difference between revisions
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
(20) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κλῄζω]] (AM, Μ και Α ιων. τ. [[κληΐζω]], Μ και Α δωρ. τ. κλεΐζω)<br />[[καλώ]], [[ονομάζω]] (α. «σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει», <b>Σοφ.</b><br />β. «οἱ δὲ Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κλῄζονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον διάσημο, [[φημίζω]], [[δοξάζω]], [[εγκωμιάζω]] με ύμνους («κλῆσον, ὦ χρυσόθρονε, τὰν τρομεράν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μιλώ]] για κάποιον ή για [[κάτι]], [[αναφέρω]] («πότερα γὰρ αὐτοῡ ζῶνος ἤ τεθνηκότος [[φάτις]]... ἐκλήζετο» — ανέφερε η [[φήμη]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επικροτώ]], [[επιδοκιμάζω]]<br /><b>4.</b> <b>πάπ.</b> επικαλούμαι<br /><b>5.</b> [[διατάζω]], [[προστάζω]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «θανὼν κλῄζεται» — αγγέλλεται ότι [[είναι]] [[νεκρός]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «οἷα κλήζεται» — [[καθώς]] λέγονται (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μετονοματικό παρ. της λ. [[κλέος]]. Ο πιο [[εύχρηστος]] τ. [[είναι]] το [[κλῄζω]], του οποίου το -<i>η</i>- μπορεί να οφείλεται σε [[επίδραση]] του <i>καλῶ</i>, που διαφαίνεται και στη σημ. «[[καλώ]], [[ονομάζω]]». Ο σπανιότερος τ. [[κλεΐζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>κλεFεσ</i>-<i>ίζω</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κλῄζω]] (AM, Μ και Α ιων. τ. [[κληΐζω]], Μ και Α δωρ. τ. κλεΐζω)<br />[[καλώ]], [[ονομάζω]] (α. «σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει», <b>Σοφ.</b><br />β. «οἱ δὲ Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κλῄζονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον διάσημο, [[φημίζω]], [[δοξάζω]], [[εγκωμιάζω]] με ύμνους («κλῆσον, ὦ χρυσόθρονε, τὰν τρομεράν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μιλώ]] για κάποιον ή για [[κάτι]], [[αναφέρω]] («πότερα γὰρ αὐτοῡ ζῶνος ἤ τεθνηκότος [[φάτις]]... ἐκλήζετο» — ανέφερε η [[φήμη]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επικροτώ]], [[επιδοκιμάζω]]<br /><b>4.</b> <b>πάπ.</b> επικαλούμαι<br /><b>5.</b> [[διατάζω]], [[προστάζω]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «θανὼν κλῄζεται» — αγγέλλεται ότι [[είναι]] [[νεκρός]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «οἷα κλήζεται» — [[καθώς]] λέγονται (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μετονοματικό παρ. της λ. [[κλέος]]. Ο πιο [[εύχρηστος]] τ. [[είναι]] το [[κλῄζω]], του οποίου το -<i>η</i>- μπορεί να οφείλεται σε [[επίδραση]] του <i>καλῶ</i>, που διαφαίνεται και στη σημ. «[[καλώ]], [[ονομάζω]]». Ο σπανιότερος τ. [[κλεΐζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>κλεFεσ</i>-<i>ίζω</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[κλήζω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κλείνω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:01, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
κλῄζω (AM, Μ και Α ιων. τ. κληΐζω, Μ και Α δωρ. τ. κλεΐζω)
καλώ, ονομάζω (α. «σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει», Σοφ.
β. «οἱ δὲ Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κλῄζονται», Ξεν.)
αρχ.
1. κάνω κάποιον διάσημο, φημίζω, δοξάζω, εγκωμιάζω με ύμνους («κλῆσον, ὦ χρυσόθρονε, τὰν τρομεράν», Αριστοφ.)
2. μιλώ για κάποιον ή για κάτι, αναφέρω («πότερα γὰρ αὐτοῡ ζῶνος ἤ τεθνηκότος φάτις... ἐκλήζετο» — ανέφερε η φήμη, Αισχύλ.)
3. επικροτώ, επιδοκιμάζω
4. πάπ. επικαλούμαι
5. διατάζω, προστάζω
6. φρ. α) «θανὼν κλῄζεται» — αγγέλλεται ότι είναι νεκρός (Ευρ.)
β) «οἷα κλήζεται» — καθώς λέγονται (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. της λ. κλέος. Ο πιο εύχρηστος τ. είναι το κλῄζω, του οποίου το -η- μπορεί να οφείλεται σε επίδραση του καλῶ, που διαφαίνεται και στη σημ. «καλώ, ονομάζω». Ο σπανιότερος τ. κλεΐζω < κλεFεσ-ίζω].
(II)
κλήζω (Α)
βλ. κλείνω.