κλήζω

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source

Greek Monolingual

(I)
κλῄζω (AM, Μ και Α ιων. τ. κληΐζω, Μ και Α δωρ. τ. κλεΐζω)
καλώ, ονομάζω (α. «σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει», Σοφ.
β. «οἱ δὲ Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κλῄζονται», Ξεν.)
αρχ.
1. κάνω κάποιον διάσημο, φημίζω, δοξάζω, εγκωμιάζω με ύμνους («κλῆσον, ὦ χρυσόθρονε, τὰν τρομεράν», Αριστοφ.)
2. μιλώ για κάποιον ή για κάτι, αναφέρω («πότερα γὰρ αὐτοῦ ζῶνος ἤ τεθνηκότος φάτις... ἐκλήζετο» — ανέφερε η φήμη, Αισχύλ.)
3. επικροτώ, επιδοκιμάζω
4. πάπ. επικαλούμαι
5. διατάζω, προστάζω
6. φρ. α) «θανὼν κλῄζεται» — αγγέλλεται ότι είναι νεκρός (Ευρ.)
β) «οἷα κλήζεται» — καθώς λέγονται (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. της λ. κλέος. Ο πιο εύχρηστος τ. είναι το κλῄζω, του οποίου το -η- μπορεί να οφείλεται σε επίδραση του καλῶ, που διαφαίνεται και στη σημ. «καλώ, ονομάζω». Ο σπανιότερος τ. κλεΐζω < κλεFεσ-ίζω].
(II)
κλήζω (Α)
βλ. κλείνω.