λευκόλιθος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
(23)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> ανθρακικό [[ορυκτό]] του μαγνησίου που αποτελεί στιφρή και κολλοειδή [[ποικιλία]] του μαγνησίτη και που το [[χρώμα]] του ποικίλλει από το χιονόλευκο ώς το κιτρινόφαιο ή το κίτρινο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γερμ. <i>dechter Magnesit</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[λευκόλιθος]], -ον (Α)<br />κατασκευασμένος από [[λευκό]] λίθο.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>(ορυκτ.)</b> ανθρακικό [[ορυκτό]] του μαγνησίου που αποτελεί στιφρή και κολλοειδή [[ποικιλία]] του μαγνησίτη και που το [[χρώμα]] του ποικίλλει από το χιονόλευκο ώς το κιτρινόφαιο ή το κίτρινο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]]. Η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γερμ. <i>dechter Magnesit</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[λευκόλιθος]], -ον (Α)<br />κατασκευασμένος από [[λευκό]] λίθο.
}}
}}

Revision as of 11:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόλῐθος Medium diacritics: λευκόλιθος Low diacritics: λευκόλιθος Capitals: ΛΕΥΚΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: leukólithos Transliteration B: leukolithos Transliteration C: lefkolithos Beta Code: leuko/liqos

English (LSJ)

ον,

   A made of white marble, ἔργα Supp.Epigr.4.270 (Panamara); τὰ ἐν τῷ θεάτρῳ λ. OGI510 ( = Ephes.2 No.39, ii A.D.); στήλη, στάλα λ., IPE12.40.42 (Olbia), al.; κρηπίς Str.5.3.8; στοαί Id.12.5.3: as Subst., -λίθου στάλᾳ IPE12.357 (Chersonesus).

German (Pape)

[Seite 34] von weißem Steine, Strab. V, 236; στήλη, Inscr. 2059; τὸ λευκ., weißer Marmor, Strab. XII, 567.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόλῐθος: -ον, ἐκ λευκοῦ πεποιημένος λίθου ἢ μαρμάρου, στήλη Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 43., 2061, κ. ἀλλ.· πρβλ. Στράβ. 236· στοαὶ ὁ αὐτ. ἐν 567.

Greek Monolingual

(I)
ο
(ορυκτ.) ανθρακικό ορυκτό του μαγνησίου που αποτελεί στιφρή και κολλοειδή ποικιλία του μαγνησίτη και που το χρώμα του ποικίλλει από το χιονόλευκο ώς το κιτρινόφαιο ή το κίτρινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + λίθος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. dechter Magnesit].
(II)
λευκόλιθος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από λευκό λίθο.