λακώ: Difference between revisions

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
(22)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α λακῶ, -άω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φεύγω]] [[τρεχάτος]], τρέπομαι σε [[φυγή]], [[γλακώ]], [[λακίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />διασπώμαι, διαρρηγνύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με τη λ. [[λακίς]] και με τη λ. [[λάσκω]]. Η νεοελλ. σημ. του [[λακώ]] / [[λακίζω]] από σημασιολ. [[εξέλιξη]] της αρχ. σημ. «διασπώμαι», διαρρηγνύομαι»].———————— <b>(II)</b><br />λακῶ, -έω (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[ληκώ]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α λακῶ, -άω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φεύγω]] [[τρεχάτος]], τρέπομαι σε [[φυγή]], [[γλακώ]], [[λακίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />διασπώμαι, διαρρηγνύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με τη λ. [[λακίς]] και με τη λ. [[λάσκω]]. Η νεοελλ. σημ. του [[λακώ]] / [[λακίζω]] από σημασιολ. [[εξέλιξη]] της αρχ. σημ. «διασπώμαι», διαρρηγνύομαι»].<br /> <b>(II)</b><br />λακῶ, -έω (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[ληκώ]].
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
(Α λακῶ, -άω)
νεοελλ.
φεύγω τρεχάτος, τρέπομαι σε φυγή, γλακώ, λακίζω
αρχ.
διασπώμαι, διαρρηγνύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λακίς και με τη λ. λάσκω. Η νεοελλ. σημ. του λακώ / λακίζω από σημασιολ. εξέλιξη της αρχ. σημ. «διασπώμαι», διαρρηγνύομαι»].
(II)
λακῶ, -έω (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ληκώ.