διαθεάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(nl)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δια-θεάομαι nauwkeurig beschouwen, onderzoeken.
|elnltext=δια-θεάομαι nauwkeurig beschouwen, onderzoeken.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. άσομαι<br />Dep. to [[look]] [[through]], [[examine]], Plat., Xen.
}}
}}

Revision as of 11:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθεάομαι Medium diacritics: διαθεάομαι Low diacritics: διαθεάομαι Capitals: ΔΙΑΘΕΑΟΜΑΙ
Transliteration A: diatheáomai Transliteration B: diatheaomai Transliteration C: diatheaomai Beta Code: diaqea/omai

English (LSJ)

   A look through, look into, examine, τι Pl.Prt.316a, Cra. 424d; δ. ὅσην χώραν ἔχοιεν X.An.3.1.19.

German (Pape)

[Seite 578] genau betrachten, Plat. Crat. 424 d; Xen. An. 3, 1, 19.

Greek (Liddell-Scott)

διαθεάομαι: μέλλ. -άσομαι [ᾱ]· ἀποθ.· -βλέπω διὰ μέσου τινός,βλέπω μέσα εἴς τι, ἐξετάζω καλῶς, τι Πλάτ. Πρωτ. 316Α, Κρατ. 424D· δ. ὅσην χώραν ἔχοιεν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 19· -οὕτω ῥημ. ἐπίθ., διαθεατέον λογισμῷ Πλάτ. Πολ. 611C.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
examiner à fond.
Étymologie: διά, θεάομαι.

Spanish (DGE)

examinar con detenimiento, considerar cuidadosamente ταῦτα πάντα Pl.Cra.424d, cf. Prt.316a, Gal.10.476, (λόγους) Pl.Ti.59c, ὅσην μὲν χώραν καὶ οἵαν ἔχοιεν X.An.3.1.19, τὰ κατὰ τὸν ἴδιον οἶκον Ph.1.465, τοὺς νοῦς τῶν ἀνθρώπων Philostr.VA 2.30, πρώτην οὖν διαθεῶ μὲν τὴν λύραν Philostr.Im.1.10.

Greek Monotonic

διαθεάομαι: μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ., βλέπω μέσα από κάτι, εξετάζω προσεκτικά, σε Πλάτ., Ξεν. — ρημ. επίθ., διαθεατέον, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διαθεάομαι: разглядывать, рассматривать (τι и λογισμῶ τι Plat.): διαθεώμενος αὐτῶν ὅσην μὲν χώραν καὶ οἵαν ἔχοιεν Xen. видя, каковы размеры и свойства их страны.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-θεάομαι nauwkeurig beschouwen, onderzoeken.

Middle Liddell

fut. άσομαι
Dep. to look through, examine, Plat., Xen.