μαστίω: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μαστίω:''' (только imper. praes. и praes. med.) бить, хлестать (οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται, sc. [[λέων]] Hom.). | |elrutext='''μαστίω:''' (только imper. praes. и praes. med.) бить, хлестать (οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται, sc. [[λέων]] Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μαστίω]],<br />to [[whip]], [[scourge]], Il.:—Mid., οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται [the [[lion]] lashing his sides with his [[tail]], Il. only in pres.] | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], poet. form of μαστίζω in pres. and impf.,
A whip, scourge, μάστιε νῦν Il.17.622, cf. Hes.Sc.466, Pancrat.Oxy.1085.15, Nonn.D. 1.179, al.:—Med., οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται Il.20.171.
Greek (Liddell-Scott)
μαστίω: ποιητ. τύπος τοῦ μαστίζω, μάστιε νῦν Ἰλ. Ν. 622, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 466. ― Μέσ., οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται, ἐπὶ λέοντος ἑτοιμαζομένου πρὸς ἐπίθεσιν, τῇ οὐρᾷ μαστίζει ἑαυτὸν κατὰ τὰς πλευρὰς καὶ τὰ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν, Ἰλ. Υ. 171.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. impér. 2ᵉ sg. μάστιε et impf. 3ᵉ sg. ἐμάστιε;
fouetter;
Moy. μαστίομαι (seul. prés.) se fouetter (avec sa queue, en parl. d’un lion).
Étymologie: μάστις.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
μαστίω (Α)
(ποιητ. τ. του μαστίζω) μαστίζω, μαστιγώνω, πλήττω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ «μάστιγα».].
Greek Monotonic
μαστίω: μόνο σε ενεστ., μαστιγώνω, ραβδίζω, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται, (το λιοντάρι) που χτυπάει τα πλευρά του με την ουρά του, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
μαστίω: (только imper. praes. и praes. med.) бить, хлестать (οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται, sc. λέων Hom.).
Middle Liddell
μαστίω,
to whip, scourge, Il.:—Mid., οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται [the lion lashing his sides with his tail, Il. only in pres.]