σπειρίον: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(nl)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α [[σπεῑρα]]<br />μικρή [[σπείρα]], [[κόσμημα]] στη [[βάση]] ιωνικού κίονα.———————— <b>(II)</b><br />τὸ, Α<br />μικρό σπεῑρον, ελαφρό καλοκαιρινό [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[σπεῖρον]]. Η σημ. της λ. «καλοκαιρινό [[ένδυμα]]» θα επέτρεπε τη [[διόρθωση]] της λ. σε <i>σείρια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[Σείριος]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α [[σπεῑρα]]<br />μικρή [[σπείρα]], [[κόσμημα]] στη [[βάση]] ιωνικού κίονα.<br /> <b>(II)</b><br />τὸ, Α<br />μικρό σπεῑρον, ελαφρό καλοκαιρινό [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[σπεῖρον]]. Η σημ. της λ. «καλοκαιρινό [[ένδυμα]]» θα επέτρεπε τη [[διόρθωση]] της λ. σε <i>σείρια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[Σείριος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπειρίον Medium diacritics: σπειρίον Low diacritics: σπειρίον Capitals: ΣΠΕΙΡΙΟΝ
Transliteration A: speiríon Transliteration B: speirion Transliteration C: speirion Beta Code: speiri/on

English (LSJ)

τό, Dim. of σπεῖρον,

   A light summer garment, X.HG4.5.4.    II Dim. of σπεῖρα 1.8, base-moulding of a column, Hero Aut.3.1.    III (cf. σπεῖρα 1.3 fin.) ring-shaped mat, ἐξ ἀρτεμισίας PMag.Par.1.1088, cf. 1096.

German (Pape)

[Seite 919] τό dim. von σπεῖρον, Xen. Hell. 4, 5, 4, von leichten Sommerkleidern.

Greek (Liddell-Scott)

σπειρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπεῖρον, ἐλαφρόν, θερινὸν ἱμάτιον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 4. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ σπεῖρα (8), ἡ βάσις κίονος, Ἥρων Αὐτοματ. 246C.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite bande de toile, vêtement léger.
Étymologie: σπεῖρον.

Spanish

tapete de forma circular

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α σπεῑρα
μικρή σπείρα, κόσμημα στη βάση ιωνικού κίονα.
(II)
τὸ, Α
μικρό σπεῑρον, ελαφρό καλοκαιρινό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σπεῖρον. Η σημ. της λ. «καλοκαιρινό ένδυμα» θα επέτρεπε τη διόρθωση της λ. σε σείρια (< Σείριος)].

Greek Monotonic

σπειρίον: τό, υποκορ. του σπεῖρον, ελαφρύ, θερινό ένδυμα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σπειρίον: τό летняя накидка, легкое платье Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπειρίον -ου, τό [σπεῖρον] demin. licht zomerkleed.