λύκοψις: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(23)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λύκοψις]] και λυκοψίς, -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λύκαψος]].———————— <b>(II)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] βοραγινίδες και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους, έχει συγχωνευθεί στο [[γένος]] άγχουσα.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λύκοψις]] και λυκοψίς, -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λύκαψος]].<br /> <b>(II)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] βοραγινίδες και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους, έχει συγχωνευθεί στο [[γένος]] άγχουσα.
}}
}}

Revision as of 12:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύκοψις Medium diacritics: λύκοψις Low diacritics: λύκοψις Capitals: ΛΥΚΟΨΙΣ
Transliteration A: lýkopsis Transliteration B: lykopsis Transliteration C: lykopsis Beta Code: lu/koyis

English (LSJ)

and λύκοψος, vv. ll. for λυκαψός in Dsc.4.26.

Greek (Liddell-Scott)

λύκοψις: ἡ, καὶ λύκοψος, ἡ, = λύκαψος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 lycopsis (c. λύκαψος);
2 pê autre nom de la plante ἄγχουσα.
Étymologie: λύκος, ὄψομαι.

Greek Monolingual

(I)
λύκοψις και λυκοψίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. λύκαψος.
(II)
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βοραγινίδες και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους, έχει συγχωνευθεί στο γένος άγχουσα.