ἀθυμητέον: Difference between revisions
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(2) |
(1a) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀθῡμητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να αποθαρρύνει, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀθῡμητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να αποθαρρύνει, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[ἀθυμέω]]<br />one must [[lose]] [[heart]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 9 January 2019
English (LSJ)
A one must lose heart, X.An.3.2.23; οὐκ ἀ. τοῖς παροῦσι πράγμασιν D.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθῡμητέον: ῥηματ. ἐπίθ. = πρέπει τις νὰ ἀθυμῇ, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 2, 23· τοῖς παροῦσι πράγμασιν οὔτε ἀθ., Δημ. 40, 11.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἀθυμέω.
Spanish (DGE)
hay que desanimarse οὐδ' ὣς ἡμῖν γε ἀθυμητέον X.An.3.2.23, οὐκ ἀ. τοῖς παροῦσι πράγμασιν D.4.2.
Greek Monotonic
ἀθῡμητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να αποθαρρύνει, σε Ξεν.