χλοαυγής: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χλοαυγής:''' отсвечивающий зеленью (τὸ κυαναυγές, εἰ σκιασθείη Luc.).
|elrutext='''χλοαυγής:''' отсвечивающий зеленью (τὸ κυαναυγές, εἰ σκιασθείη Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χλο-αυγής, ές [[αὐγή]]<br />with a greenish [[lustre]], Luc.
}}
}}

Revision as of 12:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοαυγής Medium diacritics: χλοαυγής Low diacritics: χλοαυγής Capitals: ΧΛΟΑΥΓΗΣ
Transliteration A: chloaugḗs Transliteration B: chloaugēs Transliteration C: chloavgis Beta Code: xloaugh/s

English (LSJ)

ές,

   A with a greenish lustre, Luc.Dom.11.

German (Pape)

[Seite 1359] ές, grünlich glänzend, Luc. de dom. 11.

Greek (Liddell-Scott)

χλοαυγής: -ές, ὁ ἔχων λάμψιν χλοεράν, Λουκ. περὶ Οἴκου 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille d’un vert tendre ou d’un jaune pâle.
Étymologie: χλόη, αὐγή.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πρασινωπή λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. νυκτ-αυγής, φωτ-αυγής].

Greek Monotonic

χλοαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που έχει χλοερή λάμψη, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

χλοαυγής: отсвечивающий зеленью (τὸ κυαναυγές, εἰ σκιασθείη Luc.).

Middle Liddell

χλο-αυγής, ές αὐγή
with a greenish lustre, Luc.