φιλόπατρις: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φιλόπατρις:''' ιδος adj. (acc. φιλόπατριν) любящий свое отечество Polyb., Plut., Luc., Anth. | |elrutext='''φιλόπατρις:''' ιδος adj. (acc. φιλόπατριν) любящий свое отечество Polyb., Plut., Luc., Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φῐλό-πατρις, ιδος, ὁ, ἡ,<br />[[loving]] one's [[country]], Polyb., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ, but acc.
A φιλόπατριν Plb.1.14.4, AP7.235 (Diod.Tars.), Plu.Cleom. 10, Luc.Peregr.15, etc.:—loving one's country, patriotic, Plb. l.c., AP l. c., Cic.Att.9.10.5, Plu.Fab.12, etc.; freq. as honorary title, SIG804.12 (Cos, i A. D.), etc.; φιλοπάτριδας (acc. pl.) καὶ φιλοπάτορας Sardis 7 (1).No.41*.10, etc.; τὸ φιλόπατρι, = φιλοπατρία, Plu.2.119c.
German (Pape)
[Seite 1283] ιδος, das Vaterland liebend; φιλόπατριν Pol. 1, 14, 4; Diod. ep. 11 (VII, 235); Cic. Att. 9, 10.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόπατρις: -ιδος, ὁ, ἡ, ἀλλὰ αἰτ. φῐλόπατριν Πολύβ. 1. 14, 4, Λουκ. Περεγρ. 15, κλπ.· ― ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ πατρίδα, Πολύβ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἀνθ. Παλ. 7. 235, Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 10, Πλούτ., κλπ. ― τὸ φιλόπατρι = φιλοπατρία, ὁ αὐτ. 2. 119C. Πρβλ. φιλόπολις. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 173.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
acc. ιν;
qui aime son pays ; τὸ φιλόπατρι l’amour de son pays.
Étymologie: φίλος, πατρίς.
Greek Monolingual
-ι, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά την πατρίδα του, πατριώτης
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπατρι
η φιλοπατρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πατρις (< πατρίς, -ίδος), πρβλ. φυγό-πατρις].
Greek Monotonic
φῐλόπατρις: -ιδος, ὁ, ἡ, αιτ. φιλόπατριν, αυτός που αγαπά την πατρίδα του, σε Πολύβ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
φιλόπατρις: ιδος adj. (acc. φιλόπατριν) любящий свое отечество Polyb., Plut., Luc., Anth.