αἰτιάζομαι: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(1) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αἰτιάζομαι:''' быть обвиняемым, обвиняться Xen. | |elrutext='''αἰτιάζομαι:''' быть обвиняемым, обвиняться Xen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[αἰτία]]<br />to be [[accused]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 9 January 2019
English (LSJ)
only in Pass.,
A to be accused, ἡ πόλις αἰτιάζεται X.HG1.6.5, cf. 12, Anon.Oxy.1012 Fr.14; τιάζετό τινος of a thing, D.C.38.10.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιάζομαι: παθ., κατηγοροῦμαι, ἡ πόλις αἰτιάζεται, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 5, πρβλ. 12· ᾐτιάζετό τινος, περί τινος πράγματος, Δίων. Κ. 38. 10. Τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται.
French (Bailly abrégé)
impf. ᾐτιαζόμην;
être accusé de, acc..
Étymologie: αἰτία.
Greek Monolingual
αἰτιάζομαι (Α)
κατηγορούμαι, ενοχοποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ρ. αἰτιῶμαι].
Greek Monotonic
αἰτιάζομαι: (αἰτία), Παθ., κατηγορούμαι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
αἰτιάζομαι: быть обвиняемым, обвиняться Xen.