ἀκηρυκτεί: Difference between revisions
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(1) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκηρυκτεί:''' или [[ἀκηρυκτί]] adv. без глашатая (ἐπιμίγνυσθαι παρ᾽ ἀλλήλους Thuc.). | |elrutext='''ἀκηρυκτεί:''' или [[ἀκηρυκτί]] adv. без глашатая (ἐπιμίγνυσθαι παρ᾽ ἀλλήλους Thuc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[ἀκήρυκτος]]<br />without needing a [[flag]] of [[truce]], Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 9 January 2019
English (LSJ)
and ἀκηρ-υκτί, Adv.
A without flag of truce, ἐπιμείγνυσθαι Th. 2.1; πολεμεῖν D.C.50.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκηρυκτεί: καὶ -τί, ἐπίρρ., ἡ ἄνευ κήρυκος ἐν πολέμῳ ἐπιμιξία, Θουκ. 2.1, ἀλλ’ ἐν Δίων. Κ. 50.7, ἄνευ παραδοχῆς κήρυκος, πρβλ. ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans héraut.
Étymologie: ἀκήρυκτος.
Greek Monolingual
ἀκηρυκτεὶ και –κτὶ επίρρ. (Α) ἀκήρυκτος
χωρίς τη μεσολάβηση κηρύκων, χωρίς επίσημη προαγγελία, ακήρυκτα.
Greek Monotonic
ἀκηρυκτεί: και -τί, επίρρ., χωρίς την ανάγκη της σημαίας της ανακωχής, απροκήρυκτα, χωρίς κήρυκα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκηρυκτεί: или ἀκηρυκτί adv. без глашатая (ἐπιμίγνυσθαι παρ᾽ ἀλλήλους Thuc.).