τετρακόρυμβος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τετρᾰκόρυμβος:''' с четырьмя гроздьями, т. е. гусю увешанный гроздьями ([[κισσός]] Anth.).
|elrutext='''τετρᾰκόρυμβος:''' с четырьмя гроздьями, т. е. гусю увешанный гроздьями ([[κισσός]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρᾰ-[[κόρυμβος]], ον,<br />with [[four]] clusters, i. e. [[thick]] [[clustering]], Anth.
}}
}}

Revision as of 12:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκόρυμβος Medium diacritics: τετρακόρυμβος Low diacritics: τετρακόρυμβος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΟΡΥΜΒΟΣ
Transliteration A: tetrakórymbos Transliteration B: tetrakorymbos Transliteration C: tetrakorymvos Beta Code: tetrako/rumbos

English (LSJ)

ον,

   A thick-clustering, κισσός AP7.23 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 1098] mit vier Frucht- od. Blüthenbüscheln, übh. vieltraubig, κισσός Antp. Sid. 72 (VII, 23).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκόρυμβος: -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς κορύμβους, κισσὸς Ἀνθ. Π. 7. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre grappes.
Étymologie: τέσσαρες, κόρυμβος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς θυσάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κόρυμβος «κορυφή, θύσανος»].

Greek Monotonic

τετρᾰκόρυμβος: -ον, αυτός που αποτελείται από τέσσερις συστάδες, δηλ. που έχει πυκνές συστάδες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰκόρυμβος: с четырьмя гроздьями, т. е. гусю увешанный гроздьями (κισσός Anth.).

Middle Liddell

τετρᾰ-κόρυμβος, ον,
with four clusters, i. e. thick clustering, Anth.