δρομοκῆρυξ: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(4) |
(1ab) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δρομοκῆρυξ:''' -ῡκος, ὁ, [[κήρυκας]] [[δρομέας]], [[ταχυδρόμος]], [[αγγελιαφόρος]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''δρομοκῆρυξ:''' -ῡκος, ὁ, [[κήρυκας]] [[δρομέας]], [[ταχυδρόμος]], [[αγγελιαφόρος]], σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δρομο-[[κῆρυξ]], ῡκος, ὁ, <i>n</i><br />a [[runner]], postman, Aeschin. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ῡκος, ὁ,
A runner, postman, Aeschin.2.130, Aen.Tact. 22.3, Polyaen.5.26 (pl.), Philostr.Gym.4, D.C.78.35.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ) :
courrier.
Étymologie: δρόμος, κῆρυξ.
Spanish (DGE)
-υκος, ὁ
correo, enlace οἱ ... Φαλαίκου ... δρομοκήρυκες τἀνθένδε ἐκεῖσε διήγγελλον Aeschin.2.130, τοὺς δρομοκήρυκας, ἐάν τι δέῃ ... παραγγεῖλαι Aen.Tact.22.3, cf. Polyaen.5.26, Philostr.Gym.4, D.C.78.35.1, sinón. δολιχοδρόμος Lex.Tht.80.
Greek Monotonic
δρομοκῆρυξ: -ῡκος, ὁ, κήρυκας δρομέας, ταχυδρόμος, αγγελιαφόρος, σε Αισχίν.