νεόρραντος: Difference between revisions

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source
(3b)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεόρραντος:''' недавно окропленный (кровью), покрытый свежей кровью ([[ξίφος]] Soph.).
|elrutext='''νεόρραντος:''' недавно окропленный (кровью), покрытый свежей кровью ([[ξίφος]] Soph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεόρ-ραντος, ον [[ῥαίνω]]<br />[[fresh]]-reeking, Soph.
}}
}}

Revision as of 13:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόρραντος Medium diacritics: νεόρραντος Low diacritics: νεόρραντος Capitals: ΝΕΟΡΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: neórrantos Transliteration B: neorrantos Transliteration C: neorrantos Beta Code: neo/rrantos

English (LSJ)

ον, (ῥαίνω)

   A newly sprinkled, ν. ξίφος a fresh-reeking sword, S.Aj.30, 828; δάκρυα ν. newly shed, Aristid. Or.24 (44). 44.

Greek (Liddell-Scott)

νεόρραντος: -ον, (ραίνω) ὁ νεωστὶ ῥαντισθείς, ν. ξίφος, νεοβρεγμένον (ἐκ τοῦ αἵματος) Σοφ. Αἴ. 30, 828· δάκρυα ν., νεωστὶ χυθέντα, Ἀριστείδ. 2. 395D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
récemment trempé.
Étymologie: νέος, ῥαίνω.

Greek Monolingual

νεόρραντος, -ον (Α)
1. αυτός που ραντίστηκε πρόσφατα («μόνον πηδῶντα πεδία σὺν νεορράντῳ ξίφει», Σοφ.)
2. αυτός που χύθηκε πρόσφατα («δάκρυα νεόρραντα», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -(ρ)ραντος (< ῥαίνω), πρβλ. πολύ-ρραντος].

Greek Monotonic

νεόρραντος: -ον (ῥαίνω), φρεσκοραντισμένος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

νεόρραντος: недавно окропленный (кровью), покрытый свежей кровью (ξίφος Soph.).

Middle Liddell

νεόρ-ραντος, ον ῥαίνω
fresh-reeking, Soph.