στροφοδινέομαι: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(nl) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=στροφοδινέομαι [~ στρεφεδινέω] rondcirkelen. | |elnltext=στροφοδινέομαι [~ στρεφεδινέω] rondcirkelen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στροφο-δῑνέομαι, [[δινέω]]<br />Pass. to [[wheel]] eddying [[round]], of vultures wheeling [[round]] [[their]] [[nest]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 9 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A wheel eddying round, of vultures wheeling round their nest, A.Ag.51 (anap.): cf. στρεφεδινέω.
Greek (Liddell-Scott)
στροφοδῑνέομαι: Παθητ., περιδινοῦμαι, περιστρέφομαι, ἐπὶ τῶν γυπῶν περιιπταμένων περὶ τὴν φωλεὰν των, «κλωθογυρίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 51. - Πρβλ. στρεφεδινέω.
Greek Monotonic
στροφοδῑνέομαι: (δινέω), Παθ., κυλώ περιστροφικά γύρω από, περιστρέφομαι, περιδινίζομαι, στροβιλίζομαι, λέγεται για τους γύπες που πετούν γύρω από τη φωλιά τους, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στροφοδινέομαι [~ στρεφεδινέω] rondcirkelen.
Middle Liddell
στροφο-δῑνέομαι, δινέω
Pass. to wheel eddying round, of vultures wheeling round their nest, Aesch.