ἀλαβαστοθήκη: Difference between revisions
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(2) |
(1a) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλᾰβαστοθήκη:''' ἡ, [[θήκη]] για κοσμήματα από [[αλάβαστρο]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἀλᾰβαστοθήκη:''' ἡ, [[θήκη]] για κοσμήματα από [[αλάβαστρο]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀλάβαστος]], [[θήκη]]<br />a [[case]] for [[alabaster]] ornaments, Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 88] ἡ, Dem. 19, 237, = ἀλαβαστροθήκη.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλᾰβαστοθήκη: ἡ, θήκη διὰ κοσμήματα ἐξ ἀλαβάστρου, Δημ. 415. 5· καθόλου, μικρὸν κιβώτιον ἢ κίστη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 463· ἴδε ἀλάβαστρος.
French (Bailly abrégé)
c. ἀλαβαστροθήκη.
Greek Monolingual
ἀλαβαστοθήκη, η (Α)
1. σκεύος για τη φύλαξη αλαβάστρινων κοσμημάτων
2. μικρό κουτί, κουτάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀλάβαστος + θήκη.
Greek Monotonic
ἀλᾰβαστοθήκη: ἡ, θήκη για κοσμήματα από αλάβαστρο, σε Δημ.