κεροφόρος: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κεροφόρος -ον [κέρας, φέρω] hoorndragend. | |elnltext=κεροφόρος -ον [κέρας, φέρω] hoorndragend. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κερο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />= [[κερασφόρος]], [[horned]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A = κερασφόρος 1, horned, βόες E.Ba.691.
German (Pape)
[Seite 1425] = κερασφόρος, βόες, Eur. Bacch. 690.
Greek (Liddell-Scott)
κεροφόρος: -ον, = κερασφόρος, ἔχων κέρατα, Εὐρ. Βάκχ. 691.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte des cornes.
Étymologie: κέρας, φέρω.
Greek Monolingual
κεροφόρος, -ον (Α)
αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («κεροφόρων βοῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρως + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Greek Monotonic
κεροφόρος: -ον (φέρω) = κερασφόρος, αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κεροφόρος: носящий рога, рогатый (βόες Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεροφόρος -ον [κέρας, φέρω] hoorndragend.
Middle Liddell
κερο-φόρος, ον φέρω
= κερασφόρος, horned, Eur.