κατάρυτος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(2b)
(1ab)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατάρῠτος:''' Eur. = [[κατάρρυτος]].
|elrutext='''κατάρῠτος:''' Eur. = [[κατάρρυτος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατάρῠτος, ον poet. for [[κατάρρυτος]], Eur.]
}}
}}

Revision as of 14:10, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

κατάρῠτος: ον = κατάρρυτος, Εὐρ. ἐν Τρῳ 1067.

Greek Monolingual

κατάρυτος, -ον (Α)
βλ. κατάρρυτος.

Greek Monotonic

κατάρῠτος: -ον, ποιητ. αντί κατάρρυτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κατάρῠτος: Eur. = κατάρρυτος.

Middle Liddell

κατάρῠτος, ον poet. for κατάρρυτος, Eur.]