νεοχάρακτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεοχάρακτος:''' (χᾰ) недавно напечатленный, т. е. свежий (ἴχνη Soph.).
|elrutext='''νεοχάρακτος:''' (χᾰ) недавно напечатленный, т. е. свежий (ἴχνη Soph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεο-χάρακτος, ον, [[χαράσσω]]<br />[[newly]] imprinted, Soph.
}}
}}

Revision as of 14:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοχάρακτος Medium diacritics: νεοχάρακτος Low diacritics: νεοχάρακτος Capitals: ΝΕΟΧΑΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: neocháraktos Transliteration B: neocharaktos Transliteration C: neocharaktos Beta Code: neoxa/raktos

English (LSJ)

[χᾰ], ον,

   A newly imprinted, ἴχνος S.Aj.6.

German (Pape)

[Seite 246] neu, eben erst eingegraben, eingeprägt, eingedrückt, ἴχνος, Soph. Ai. 6.

Greek (Liddell-Scott)

νεοχάρακτος: -ον, ὁ νεωστὶ χαραχθείς, ἴχνος Σοφ. Αἴ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement empreint.
Étymologie: νέος, χαράσσω.

Greek Monolingual

νεοχάρακτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που μόλις χαράχθηκε («μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου νεοχάραχθ'», Σοφ.).

Greek Monotonic

νεοχάρακτος: -ον (χαράσσω), αυτός που έχει χαρακτεί πρόσφατα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

νεοχάρακτος: (χᾰ) недавно напечатленный, т. е. свежий (ἴχνη Soph.).

Middle Liddell

νεο-χάρακτος, ον, χαράσσω
newly imprinted, Soph.