ἀρέσκευμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(3) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρέσκευμα:''' -ατος, τό, [[πράξη]] που στοχεύει στο να ευχαριστήσει κάποιον, [[καλόπιασμα]], [[φιλοφροσύνη]], [[κολακεία]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀρέσκευμα:''' -ατος, τό, [[πράξη]] που στοχεύει στο να ευχαριστήσει κάποιον, [[καλόπιασμα]], [[φιλοφροσύνη]], [[κολακεία]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=an act of [[obsequiousness]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A act of obsequiousness, Plu.Demetr.11, Epicur.Fr.177.
German (Pape)
[Seite 348] τό, Schmeichelei, Plut. Demetr. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρέσκευμα: τὸ, «καλόπιασμα», κολακευτικὴ πρᾶξις, Πλουτ. Δημήτ. 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
obséquiosité, complaisance excessive.
Étymologie: ἀρεσκεύομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
acto de obsequiosidad o falsa cortesía abs. Plu.Demetr.11, ἐπ' αὐτῶν Epicur.Fr.[78] 19.
Greek Monolingual
ἀρέσκευμα, το (Α) αρεσκεύομαι
καλόπιασμα, ενέργεια που κολακεύει κάποιον.
Greek Monotonic
ἀρέσκευμα: -ατος, τό, πράξη που στοχεύει στο να ευχαριστήσει κάποιον, καλόπιασμα, φιλοφροσύνη, κολακεία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
an act of obsequiousness, Plut.