πυρηφόρος: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πῡρηφόρος:''' Hom., HH = [[πυροφόρος]]. | |elrutext='''πῡρηφόρος:''' Hom., HH = [[πυροφόρος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πῡρη-[[φόρος]], ον, [[πυρός]], [[φέρω]] [poetic for [[πυροφόρος]]<br />[[wheat]]-[[bearing]], Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, poet. for πυροφόρος,
A wheatbearing, πεδίον Od.3.495, h.Ap.228.
German (Pape)
[Seite 821] poet. statt πυροφόρος, Weizen tragend; πεδίον, Od. 3, 495; h. Apoll. 228.
Greek (Liddell-Scott)
πῡρηφόρος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πυροφόρος, ὁ φέρων σῖτον, σιτοφόρος, πεδίον Ὀδ. Γ. 495, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 228.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. πυροφόρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. πυροφόρος (II).
Greek Monotonic
πῡρηφόρος: -ον (πυρός, φέρω), ποιητ. αντί πυροφόρος, αυτός που έχει σιτάρι, σιτοφόρος, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρηφόρος -ον [πυρός, φέρω] tarwe voortbrengend:. πεδίον πυρηφόρον tarwe-voortbrengende vlakte Od. 3.495.
Russian (Dvoretsky)
πῡρηφόρος: Hom., HH = πυροφόρος.
Middle Liddell
πῡρη-φόρος, ον, πυρός, φέρω [poetic for πυροφόρος
wheat-bearing, Od.