φριξοκόμης: Difference between revisions
From LSJ
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φριξοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), αυτός που έχει ανορθωμένα μαλλιά, σε Ανθ. | |lsmtext='''φριξοκόμης:''' -ου, ὁ ([[κόμη]]), αυτός που έχει ανορθωμένα μαλλιά, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φριξο-[[κόμης]], ου, ὁ, [[κόμη]]<br />with [[bristling]] [[hair]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ, = foreg. 1, APl.4.291 (Anyte).
German (Pape)
[Seite 1307] ὁ, = Vorigem, Pan, Anyte 3 (Plan. 291).
Greek (Liddell-Scott)
φριξοκόμης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ. Ι, φριξοκόμᾳ Πανὶ Ἀνθ. Πλαν. 291.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
aux cheveux hérissés ou en désordre.
Étymologie: φριξός, κόμη.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) φριξόθριξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + -κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθο-κόμης.
Greek Monotonic
φριξοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), αυτός που έχει ανορθωμένα μαλλιά, σε Ανθ.