πιμπλάνομαι: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6) |
(1ba) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πιμπλάνομαι:''' Επικ. αντί <i>πίμπλαμαι</i>, Παθ. του [[πίμπλημι]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''πιμπλάνομαι:''' Επικ. αντί <i>πίμπλαμαι</i>, Παθ. του [[πίμπλημι]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πιμπλάνομαι]], [epic for πίμπλαμαι, [[pass]]. of [[πίμπλημι]], Il.] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 9 January 2019
English (LSJ)
Ep. pass. form,=πίμπλαμαι, Il.9.679.
Greek (Liddell-Scott)
πιμπλάνομαι: Ἐπικ. παθ. τύπος τοῦ πίμπλαμαι, Ἰλ. Ι. 679.
Greek Monolingual
Α
βλ. πίμπλημι.
Greek Monotonic
πιμπλάνομαι: Επικ. αντί πίμπλαμαι, Παθ. του πίμπλημι, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
πιμπλάνομαι, [epic for πίμπλαμαι, pass. of πίμπλημι, Il.]