δυσπρόσμαχος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσπρόσμᾰχος:''' трудный для завоевания или взятия, недоступный (μέρη τῆς πόλεως Plut.). | |elrutext='''δυσπρόσμᾰχος:''' трудный для завоевания или взятия, недоступный (μέρη τῆς πόλεως Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]πρόσμᾰχος, ον [[προσμάχομαι]]<br />[[hard]] to [[attack]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A hard to attack, Plu.Tim.21.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zu bekämpfen, Plut. Timol. 21.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσμᾰχος: -ον, δυσκόλως προσβαλλόμενος, Πλούτ. Τιμολ. 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à combattre.
Étymologie: δυσ-, προσμάχομαι.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de asaltar, inexpugnablede lugares, Plu.Tim.21.
Greek Monolingual
δυσπρόσμαχος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα πολεμάται.
Greek Monotonic
δυσπρόσμᾰχος: -ον (προσμάχομαι), αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, αυτός στον οποίο δύσκολα επιτίθεται κάποιος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπρόσμᾰχος: трудный для завоевания или взятия, недоступный (μέρη τῆς πόλεως Plut.).
Middle Liddell
δυσ-πρόσμᾰχος, ον προσμάχομαι
hard to attack, Plut.