μεγαλοκίνδυνος: Difference between revisions
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεγᾰλοκίνδῡνος:''' подвергающий себя большим опасностям, предпринимающий опасные дела Arst. | |elrutext='''μεγᾰλοκίνδῡνος:''' подвергающий себя большим опасностям, предпринимающий опасные дела Arst. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μεγᾰλο-κίνδῡνος, ον<br />braving [[great]] dangers, Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A braving great dangers, adventurous, opp. μικροκίνδυνος, Arist.EN1124b8.
German (Pape)
[Seite 106] sich in große Gefahren begebend, große u. gefährliche Dinge unternehmend, Ggstz von μικροκίνδυνος, Arist. Eth. 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοκίνδῡνος: -ον, ὁ ἐπιχειρῶν μεγάλα καὶ ἐπικίνδυνα πράγματα, ῥιψοκίνδυνος, ὁ εἰς μεγάλους περιπίπτων κινδύνους, ἀντίθετ. τῷ μικροκίνδυνος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’expose à de grands dangers.
Étymologie: μέγας, κίνδυνος.
Greek Monolingual
μεγαλοκίνδυνος, -ον (Α)
αυτός που επιχειρεί μεγάλα και επικίνδυνα πράγματα, ριψοκίνδυνος.
Greek Monotonic
μεγᾰλοκίνδυνος: -ον, αυτός που δείχνει ανδρεία σε μεγάλους κινδύνους, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοκίνδῡνος: подвергающий себя большим опасностям, предпринимающий опасные дела Arst.
Middle Liddell
μεγᾰλο-κίνδῡνος, ον
braving great dangers, Arist.