χασκάζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χασκάζω:''' [frequ. к [[χάσκω]] жадно высматривать, разглядывать (τινά Arph.).
|elrutext='''χασκάζω:''' [frequ. к [[χάσκω]] жадно высматривать, разглядывать (τινά Arph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χασκάζω]], [Frequentat. of [[χάσκω]]<br />to [[keep]] [[gaping]] at or [[after]] one, Ar.
}}
}}

Revision as of 15:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χασκάζω Medium diacritics: χασκάζω Low diacritics: χασκάζω Capitals: ΧΑΣΚΑΖΩ
Transliteration A: chaskázō Transliteration B: chaskazō Transliteration C: chaskazo Beta Code: xaska/zw

English (LSJ)

Frequentat. of χάσκω, χ. τὸν κωλακρέτην

   A keep gaping at or after him, Ar.V.695 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1340] frequentativum von χάσκω, χαίνω, mit offenem Maule wonach gaffen, angaffen, τί, Ar. Vesp. 695, σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, Schol. erkl. ἐπιτηρεῖς.

Greek (Liddell-Scott)

χασκάζω: μέλλ. άσω, θαμιστικὸν τοῦ χάσκω. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, ἐπιτηρεῖς πότε νὰ ἔλθῃ ὁ κωλακρέτης (ὁ ταμίας τοῦ δικαστικοῦ μισθοῦ) καὶ ἐνέγκῃ σοι τὸ τριώβολον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 695.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
regarder bouche béante, càd avec admiration ou envie, acc..
Étymologie: fréq. de χάσκω.

Greek Monolingual

ΝΑ
βλέπω ή παρατηρώ κάτι με ανοιχτό στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. του ρ. χαίνω / χάσκω, κατά τα ρ. σε -άζω].

Greek Monotonic

χασκάζω: μέλ. -άσω, θαμιστικό του χάσκω, εξακολουθώ να μένω με ανοιχτό το στόμα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χασκάζω: [frequ. к χάσκω жадно высматривать, разглядывать (τινά Arph.).

Middle Liddell

χασκάζω, [Frequentat. of χάσκω
to keep gaping at or after one, Ar.