ἑκατογκεφάλας: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἑκατογκεφάλας:''' α adj. Pind., Arph. = [[ἑκατογκέφαλος]].
|elrutext='''ἑκατογκεφάλας:''' α adj. Pind., Arph. = [[ἑκατογκέφαλος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κεφαλή]]<br />[[hundred]]-headed, Pind.: so ἑκατογ-[[κέφαλος]], ον, Eur., Ar.
}}
}}

Revision as of 15:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτογκεφάλας Medium diacritics: ἑκατογκεφάλας Low diacritics: εκατογκεφάλας Capitals: ΕΚΑΤΟΓΚΕΦΑΛΑΣ
Transliteration A: hekatonkephálas Transliteration B: hekatonkephalas Transliteration C: ekatogkefalas Beta Code: e(katogkefa/las

English (LSJ)

[φᾰ], α, οξ,

   A hundred-headed, Pi. O.4.8, Ar.Ra.473, Nu.336.

German (Pape)

[Seite 752] ὁ, = Folgdm; Τυφώς Pind. Ol. 4, 8; Ar. Nubb. 336.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτογκεφάλας: γεν. α, ὁ, ἑκατὸν ἔχων κεφαλάς, Πινδ. Ο. 4. 11· προσέτι ἑκατογκέφαλος, ον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 882, Ἀριστοφ. Βάτρ. 473.

French (Bailly abrégé)

α (ὁ) :
à cent têtes.
Étymologie: ἑκατόν, κεφαλή.

English (Slater)

ἑκᾰτογκεφᾰλας
   1 hundred-headed ἑκατογκεφάλα Τυφῶνος (O. 4.7) cf. Σ. Hom. Θ 368: Πίνδαρος μὲν οὖν ἑκατὸν ἔχειν αὐτὸν (= Κέρβερον) κεφαλάς φησιν fr. 249b.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτογκεφάλας) -α

• Prosodia: [-φᾰ-]
de cien cabezasde Tifón, Pi.O.4.7, Ar.Nu.336.

Greek Monotonic

ἑκᾰτογκεφάλας: γεν. -α, ὁ (κεφαλή), αυτός που έχει εκατό κεφάλια, σε Πίνδ.· ομοίως μεταγεν., ἑκατογ-κέφαλος, -ον, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατογκεφάλας: α adj. Pind., Arph. = ἑκατογκέφαλος.

Middle Liddell

κεφαλή
hundred-headed, Pind.: so ἑκατογ-κέφαλος, ον, Eur., Ar.