ἐθελοντί: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐθελοντί:''' Thuc., Diod. = [[ἐθελοντηδόν]]. | |elrutext='''ἐθελοντί:''' Thuc., Diod. = [[ἐθελοντηδόν]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[ἐθελοντηδόν]], Thuc.] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 9 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A = ἐθελοντηδόν, Th.8.2, Plb.2.22.5, D.S.18.53, etc.
German (Pape)
[Seite 718] = ἐθελοντήν, Thuc. 8, 2 D. Sic. 18, 53 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοντί: ἐπίρρ., = ἐθελοντηδόν, ἐθελοντεί, Θουκ. 8. 2, Διόδ. 18. 53.
French (Bailly abrégé)
adv.
volontairement.
Étymologie: ἐθέλω.
Spanish (DGE)
adv. voluntariamente, espontáneamente ἐ. ἰτέον ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους Th.8.2, cf. Plb.2.22.5, D.S.18.53, D.C.17.7, 37.20.5, ἐ. κατώλισθον εἰς ἀπόστασιν Cyr.Al.M.71.669D.
Greek Monolingual
(AM ἐθελοντί)
επίρρ. θεληματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται πιθ. από τ. δοτικής εθέλοντι, με άγνωστη την ποσότητα του -ι].
Greek Monotonic
ἐθελοντί: επίρρ., = ἐθελοντηδόν, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελοντί: Thuc., Diod. = ἐθελοντηδόν.
Middle Liddell
= ἐθελοντηδόν, Thuc.]