ἀνείσοδος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνείσοδος:''' неприступный, недоступный ([[πόλις]], [[αὐλή]] Plut.). | |elrutext='''ἀνείσοδος:''' неприступный, недоступный ([[πόλις]], [[αὐλή]] Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=without [[entrance]] or [[access]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A without entrance or access, Plu.Dio7, Pyrrh.29.
German (Pape)
[Seite 220] unzugänglich, Plut. Dion. 7 σπουδαίοις ἀνδράσιν αὐλή; vgl. Pyrrh. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείσοδος: -ον, ἀπρόσιτος, ἀπροσπέλαστος, σπουδαίοις ἀνδράσι: ἄβατον καὶ ἀνείσοδον οὖσαν [τὴν αὐλὴν] Πλουτ. Δίων 7, ἀνείσοδον ἔσεσθαι τὴν πόλιν, ὅτι δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν, Πύρρ. 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: ἀ, εἴσοδος.
Spanish (DGE)
-ον
desprovisto de entrada, αὐλή Plu.Dio 7, πόλις Plu.Pyrrh.29.
Greek Monolingual
ἀνείσοδος, -ον (Α)
απρόσιτος, απροσπέλαστος.
Greek Monotonic
ἀνείσοδος: -ον, αυτός που δεν έχει είσοδο ή πρόσβαση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνείσοδος: неприступный, недоступный (πόλις, αὐλή Plut.).